μαζύγιον

μαζύγιον
μαζύγιον, τό, and [full] μαζύς, ,
A = μᾶζα 11, amalgam, Zos.Alch.p.216 B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαζύγιον — μαζύγιον, τὸ και μαζύς, ἡ (Α) [μάζα] το αμάλγαμα …   Dictionary of Greek

  • μαζύγιον — amalgam neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαζυγίου — μαζύγιον amalgam neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”